Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και η γνώριμη μυρωδιά του σπιτικού της τυλίχτηκε γύρω της σαν σύρμα ασφαλείας. Προχώρησε λίγο για να μην ξυπνήσει τους δικούς της και άκουσε το τσιριχτό γάβγισμα της Τζέσυ, της μικροκαμωμένης, μαύρης σκυλίτσας της. Η πιστή φίλη της την είχε καταλάβει έτσι όπως το ένστικτο ενός σκύλου μπορεί να καταλάβει το αφεντικό του και κουνούσε πέρα δώθε την ουρά της σε ένα τυπικό χαιρετισμό για τις δυο τους. Η Ερμιόνη τη χάιδεψε τρυφερά, της χαμογέλασε και την παρότρυνε να πάει ξανά για ύπνο. Η Τζέσυ υπάκουσε και χάθηκε χαρούμενη στη κρεβατοκάμαρα των δικών της.
Χαιρέτησε εύθυμα τους γονείς της που στις 4 το μεσημέρι έβλεπαν μία εκπομπή μαγειρικής πλέκοντας τα χέρια τους σαν ερωτευμένα δεκαοχτάχρονα. Χαμογέλασε! Η κυρία Άννα και ο κύριος Αλέξης, οι γονείς της, ήταν ακόμη ερωτευμένοι μετά από 21 χρόνια γάμου. Ο έρωτας υπήρχε και η αγάπη σαν το υπόλειμμα ενός μεγάλου έρωτα έμενε να τους συντροφεύει. Η Ερμιόνη ζήλεψε γλυκά και πήγε στο δωμάτιο της.
Χαιρέτησε εύθυμα τους γονείς της που στις 4 το μεσημέρι έβλεπαν μία εκπομπή μαγειρικής πλέκοντας τα χέρια τους σαν ερωτευμένα δεκαοχτάχρονα. Χαμογέλασε! Η κυρία Άννα και ο κύριος Αλέξης, οι γονείς της, ήταν ακόμη ερωτευμένοι μετά από 21 χρόνια γάμου. Ο έρωτας υπήρχε και η αγάπη σαν το υπόλειμμα ενός μεγάλου έρωτα έμενε να τους συντροφεύει. Η Ερμιόνη ζήλεψε γλυκά και πήγε στο δωμάτιο της.
Άφησε την τσάντα να πέσει στο πάτωμα και εξουθενωμένη έπεσε σα σακί στο κρεβάτι της. Ο ήχος του μηνύματος που είχε λάβει την έκανε να ρίξει μια βρισιά και να σηκωθεί απότομα. Ζαλίστηκε.. και πήρε την τσάντα της από το πάτωμα ψάχνοντας στα χαμένα το κινητό της.
‘‘ Θα έρθεις το απόγευμα για καφέ; Θα είμαι στο Άσπρο- Μαύρο με τα παιδιά. Θα χαρούμε να σε δούμε Ερμιόνη…’’
Ήταν η Κατερίνα που μάλλον μία ακόμα προσπάθεια προσέγγισης της, έπεφτε στο κενό. Κοίταξε το ρολόι. 4 και 10. Κοίταξε το κρεβάτι της που την καλούσε να κρυφτεί στα βάθη του αλλά η όποια προσπάθεια της να κοιμηθεί το ήξερε ότι θα αποδεικνύονταν άκαρπη.
Ήταν η Κατερίνα που μάλλον μία ακόμα προσπάθεια προσέγγισης της, έπεφτε στο κενό. Κοίταξε το ρολόι. 4 και 10. Κοίταξε το κρεβάτι της που την καλούσε να κρυφτεί στα βάθη του αλλά η όποια προσπάθεια της να κοιμηθεί το ήξερε ότι θα αποδεικνύονταν άκαρπη.
Πήρε ένα βιβλίο να διαβάσει για να ξεγελάσει την τόση της μοναξιά. Το μυαλό της όμως γυρνούσε αλλού. Σε εκείνον. Ο καφές που πριν λίγο είχε πιει σε εκείνο το ωραίο καφέ με τη φίλη της τη Χριστίνα της έκανε καλό γιατί ξεχάστηκε. Αλλά τώρα ήταν και πάλι μόνη της. Μόνη με μια συνείδηση που είχε όρεξη να την εξουθενώσει και με αποφάσεις που την ταλάνιζαν. Μελαγχολία. Και η Ερμιόνη δεν ήξερε από αυτά. Ποτέ της δεν χρειάστηκε να τη γνωρίσει. Άλλωστε πάντα ήταν περικυκλωμένη από χαρά και ανθρώπους… φίλους… πολλούς φίλους….
Παράτησε το βιβλίο και το πέταξε με δύναμη δίπλα της. Δεν μπορούσε να ξεγελάσει τον εαυτό της. Οι σκέψεις τρύπωναν σα μέλισσες και ζητούσαν γύρη στο μυαλό της. Ζητούσαν απαντήσεις. Και η Ερμιόνη δεν ήξερε κατά πόσο μπορούσε να τις δώσει.
Φόβος ήταν αυτό που την έπιασε τώρα; Ή πανικός; Ότι και να ήταν πάντως ήταν πρωτόγνωρο και ενοχλητικό. Σκέφτηκε το μέλλον της. Οι εξετάσεις της είχαν τελειώσει. Οι εφιαλτικές βραδιές διαβάσματος που ήταν χρήσιμο για να την βάλουν σε κάποιο πανεπιστήμιο είχαν τελειώσει καθώς ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή της είχε κλείσει. Και τώρα; Απελπισία και λύπη πήραν τη θέση τους στην καρδιά και στο μυαλό της. Δεν τα είχε πάει καλά, αυτό το ήξερε. Και φοβόταν. Το μέλλον προβλεπόταν δυσοίωνο και πίστευε πως αυτή η προσπάθεια που έκανε δεν ήταν αρκετή για να περάσει στο στόχο της. Γέλασε όταν θυμήθηκε που έλεγε με τα άλλα κορίτσια όλο το χρόνο πως από το πανεπιστήμιο μόνο από έξω θα περάσουν. Το γέλιο πάγωσε στα χείλη της. Το αστείο είχε γίνει πραγματικότητα και αυτή χωρίς πια να μπορεί να κάνει το παραμικρό περίμενε καρτερικά τα αποτελέσματα. Αμέσως θυμήθηκε τα λόγια του που της έλεγαν ότι στεναχωρήθηκε πολύ με την έκβαση αυτής της προσπάθειας. Στο δωμάτιο απλώθηκε κρύο αλλά μόνο αυτή το ένιωθε. Έξω οι βαθμοί Κελσίου ήταν πάνω από 34 αλλά εκείνη κρύωνε. Πήρε μια κόκκινη ζακέτα και τη φόρεσε. Έτρεμε το σώμα μα πιο πολύ η ψυχή. Και αυτό ήταν χειρότερο.
Τι θα έκανε; Αυτή η ερώτηση σφυροκοπούσε το κεφάλι της και ένιωσε να ζαλίζεται. Ανακάθισε και προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά. Αυτές όμως ανυπάκουες χόρευαν στο δικό τους ρυθμό. Τι θα έκανε; Και μετά πάλι η μορφή του να την κοιτά με αυτά τα καστανά μάτια όλο κατανόηση.. γεμάτα από μια φιλία που δεν ήθελε. Ήθελε το κάτι παραπάνω και ήταν σίγουρη πια γι’αυτό. Αλλά αυτό που είχε δει στα μάτια του τότε…
Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει τη θύμηση που σα μαχαίρι τρυπούσε τη καρδιά της. Τον ήθελε τόσο και δεν μπορούσε να τον έχει. Και πάλι έπρεπε να πνίξει ένα συναίσθημα που δεν την έβγαζε πουθενά. Ήταν αδιέξοδο και το ήξερε. Απλά όταν το μυαλό ξέρει τη λύση, η καρδιά πάντα κάνει τα στραβά μάτια. Πως γίνεται να μην ένιωθε κάτι γι’αυτην. Το είχε δει στα μάτια του παλιότερα.. Υπήρχε η φλόγα.. υπήρχε κάτι ξεχωριστό εκεί γι’αυτήν.. το ήξερε γαμώτο.. το έβλεπε…
Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει τη θύμηση που σα μαχαίρι τρυπούσε τη καρδιά της. Τον ήθελε τόσο και δεν μπορούσε να τον έχει. Και πάλι έπρεπε να πνίξει ένα συναίσθημα που δεν την έβγαζε πουθενά. Ήταν αδιέξοδο και το ήξερε. Απλά όταν το μυαλό ξέρει τη λύση, η καρδιά πάντα κάνει τα στραβά μάτια. Πως γίνεται να μην ένιωθε κάτι γι’αυτην. Το είχε δει στα μάτια του παλιότερα.. Υπήρχε η φλόγα.. υπήρχε κάτι ξεχωριστό εκεί γι’αυτήν.. το ήξερε γαμώτο.. το έβλεπε…
Και τώρα είχε στα χέρια της το απόλυτο τίποτα. Μια ζωή αυτό κρατούσε αλλά δεν ήθελε να το καταλάβει. Και πάλι η μελαγχολία την τύλιξε. Κάτι σα να τη χτύπησε στην καρδιά.. κάτι βαρύ… Άφησε ένα λυγμό και άρχισε να νιώθει τα μάγουλα της ζεστά από τα δάκρυα που κυλούσαν ανενόχλητα από τα γκρίζα μάτια της. Κουλουριάστηκε στα δύο και άρχιζε να κλαίει πιο δυνατά.. πιο δυνατά ώσπου ένιωσε μετά από λίγα λεπτά πιο ελαφριά. Έβαλε το κρύο μαξιλάρι στο ζεστό πρόσωπο της και ένιωσε μια απροσδιόριστη δροσιά. Βόγκηξε αλλά και πάλι βασανιστικά και απειλητικά ήρθαν τα ερωτήματα στο μυαλό της. Τι θα έκανε με το μέλλον της; Τι θα έκανε με εκείνον; Τι θα έκανε;
Και κάπως έτσι την τύλιξε ο Μορφέας στην αγκαλιά του για να την κάνει να ξεχάσει… να τη λυτρώσει……
Ίσως η ιστορία της Ερμιόνης να έχει κάποια κοινά με τη δική μου ζωή, ίσως και όχι. Αυτό ας το κρίνεται εσείς….