Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Και εκεί σταμάτησε ο χρόνος...

Ανέβηκε στο λεωφορείο προβληματισμένη, λυπημένη, με τις σκέψεις να στροβιλίζονται στον δικό τους ρυθμό μέσα στο μυαλό της. Γιατί; Ήταν το μόνο ερώτημα που ερχόταν στο νου της αυτή τη στιγμή. Και έξω έβρεχε...

Κοίταξε από το παράθυρο του λεωφορείου. Τα δάκρυα του ουρανού κυλούσαν στο κρύο τζάμι. Πάλι η μορφή του της ήρθε στο μυαλό για να την κατακλύσει με δεκάδες συναισθήματα. Γιατί;

Τον είχε γνωρίσει από τον ξάδερφο της. Ο Στέφανος, ο ξάδερφος της, 28 χρονών τότε της είχε γνωρίσει τον Παντελή. Ο Παντελής 26 χρονών τότε και 10 ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερος της της είχε κεντρίσει απίστευτα το ενδιαφέρον. Ψηλός, με καστανά μαλλιά και μελιά μάτια που κάθε φορά που την κοιτούσαν της έκοβαν την ανάσα. Έρωτας με την πρώτη ματιά;

Δεν είχε σιγουρευτεί ποτέ αν την αγαπούσε και αυτός. Οι κινήσεις του όμως αυτό της έδειχναν. Ήταν και μεγαλύτερος της δυστυχώς. Αυτό τον έκανε να διστάζει να της ανοιχτεί, να της ομολογήσει τα συναισθήματα του. Γιατί υπήρχαν! Να ήταν 5 χρονάκια μεγαλύτερη τουλάχιστον...

Οι άνθρωποι γύρω της μιλούσαν και ένιωθε πως μια φιλική ατμόσφαιρα τους κύκλωνε ευχάριστα. Αυτή όμως γιατί ένιωθε μόνη, γιατί νόμιζε ότι μόνο κρύο και παγωνιά την αγκάλιαζαν;

Έβαλε τα ακουστικά του mp3 της και σταμάτησε στον αγαπημένο της σταθμό. Έπαιζε τραγούδι των C:real.

" Ό,τι αξίζει θα ζει σ’ ό,τι γερά μας ενώνει
κι ό,τι είναι λίγο, θα δεις πως κάποια μέρα τελειώνει
Άσε κι εσύ τη ζωή ειρωνικά να γελάει
γιατί ό,τι αξίζει μπορεί το χρόνο να ξεγελάει ''

Την άγγιζαν οι στίχοι του. Την ένωναν άραγε γεροί δεσμοί μαζί του; Ήταν λίγο αυτό που έζησε ή μάλλον αυτό που θα ήθελε να ζήσει μαζί του;

Τα συναισθήματα και τα ερωτηματικά της έκαιγαν τον εγκέφαλο...

Το λεωφορείο έκανε στάση. Και τότε ανέβηκε εκείνος.. Ξεροκατάπιε και κοίταξε γύρω της. Οι άνθρωποι συνέχιζαν να μιλάνε και αυτή συνέχιζε να τους κοιτάζει έναν προς έναν. Τρόμος την έπιασε μήπως καταλάβουν την ταραχή της και ακόμη πιο φόβος την έπιασε μόλις τον είδε να την πλησιάζει. Και αν άκουγε τον τρελό χορό της καρδιάς της; Και αν έβγαινε η καρδιά της από το στήθος έτσι όπως χτυπούσε;

- Ελπίδα...

- Παντελή, γύρισε χαμογελώντας βεβιασμένα ενώ το χέρι του της ακούμπησε τον ώμο και την ηλέκτρισε. Φωτιές και κεραυνοί διαπέρασαν το κορμί της και τα πόδια της δεν την βαστούσαν. Θα λιποθυμούσε..

- Πως είσαι; την επανέφερε στην πραγματικότητα αυτός.

- Καλά. Εσύ; Τι κάνεις εδώ;

- Χάλασε το αυτοκίνητο μου και αναγκάστηκα να πάρω το λεωφορείο. Και τι τύχη να σε βρω εδώ, έτσι;

- Ναι. Τι τύχη! ψέλλισε με φωνή που ίσα που ακουγόταν ενώ σκεφτόταν μου κάνει πλάκα ο Θεός ή κάποιος εκεί πάνω σπάει πλάκα μαζί με τον πόνο μου.

- Στο φροντιστήριο ήσουνα;

- Ναι. Μόλις τελείωσα..

- Ωραία!

Οι χαζές, άσκοπες ερωτήσεις γέμιζαν τη σιωπή και το κενό που ένιωθαν και οι δυο τους. Κοιταχτηκαν. Και οι δύο μπλέχτηκαν και πάλεψαν στην θάλασσα της ματιάς του άλλου. Όσα λένε άλλωστε τα μάτια, δεν τα λέει καμιά κουβέντα.

Πήρε το θάρρος η Ελπίδα. Και τον ρωτησε αν και ήξερε ότι αργότερα θα το μετάνιωνε..

- Έμαθα και για τον αρραβώνα σου με τη Νάντια. Συγχαρητήρια! του είπε ενώ πήγε να πνιγεί και να λυθεί στα αναφιλητά.

- Ευχαριστούμε.. της είπε παραξενεμένος. Αλλά εσύ που το έμαθες;

- Η μαμά.

- Η κυρία Ευγενία πρώτη σε αυτά. Ευχαριστούμε λοιπόν Ελπίδα. Είσαι πολύ καλή. Και στα δικά σου!

- Τι; του είπε εκείνη ενώ παραπάτησε. Δεν πίστευε στα αυτιά της. Ο Παντελής είχε ξεπεράσει τα όρια και το ήξερε και ο ίδιος βρίζοντας από μέσα του για την βλακεία που είχε πετάξει πριν από λίγο.

- Συγνώμη ... απλά... Εσύ τι πιστεύεις για όλα αυτα; την ρώτησε περιμένοντας να δει την αλήθεια στα μάτια της.

- Την αγαπάς; τον ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια.

Αυτό το βλέμμα τον σκότωσε. Τον διαπέρασε σαν σφαίρα και τον έκανε να δει την αλήθεια. Αυτή που αγαπούσε δεν ήταν η Νάντια αλλά αυτό το μελαχρινό κορίτσι δίπλα του.

- Ναι, της απάντησε με κατεβασμένα μάτια αλλά το μετάνιωσε.

- Παντελή κοίταξε με, του είπε.

- Δεν... δεν μπορώ..

Η Ελπίδα πάτησε το κουμπί για να κατέβει.

- Μα δεν είναι η στάση σου αυτή! της είπε ο Παντελής κοιτώντας το παράθυρο.

- Το ξερω, του είπε και σηκώθηκε για να περιμένει στην πόρτα.

Το λεωφορείο σταμάτησε και η Ελπίδα πριν κατέβει και αφήσει πλέον τα δάκρυα της να λούσουν το πρόσωπο της γύρισε και του είπε '' Με το καλό Παντελή! Μα αν δεν σε αγαπαέι και σε κοροϊδέψει, πες της ότι θα με βρει μπροστά της'' και βγήκε.

Ο Παντελής έμεινε σαστισμένος να την κοιτάζει. Μα τι έκανε! Άφηνε την πραγματική αγάπη να φύγει; Οι μάσκες έπεσαν και ο έρωτας του έδειξε επιτέλους τον δρόμο. Μια γόμα διέγραψε παντελώς το πρόσωπο της Νάντιας και μόλις έφερε στο μυαλό του τον έρωτα, την πραγματική αγάπη, σχηματίστηκε ολοφώτεινο το πρόσωπο της Ελπίδας.

Επανήλθε στην πραγματικότητα και για καλή του τύχη οι άνθρωποι ακόμη κατέβαιναν από το λεωφορείο. Έκανε ένα άλμα και βρέθηκε έξω στο κρύο και στη βροχή, η οποία είχε δυναμώσει ακόμη περισσότερο και του είχε ελατώσσει την ορατότητα καθώς χοντρές χάντρες έπεφταν μέσα στα μάτια του ή του μούσκευαν τα μαλλιά.

Την είδε να προχωράει με γοργό βήμα και έτρεξε να την φτάσει.

Την έπιασε από πίσω και την τράβηξε από το χέρι. Εκείνη ξαφνιάστηκε. Τον κοίταξε αλλά ο συνδυασμός των ζεστών δακρύων της με τις παγωμένες σταγόνες την έκαναν να πιστεύει πως δεν έβλεπε καλά μπροστά της.

- Τι κάνεις εδώ; τον ρώτησε κτητικά.

- Μη μου μιλάς έτσι ρε Ελπιδάκι.. Εγώ ήρθα εδώ να σου πω...

- ... να μου πεις και να μου το χτυπήσεις για ακόμη μια φορά πόσο ευτυχισμένος είσαι με αυτήν! Δεν σε νοιάζει πως νιώθω! Πεθαίνω κάθε λεπτό μακριά σου και όσο σε σκέφτομαι στην αγκαλιά της ή να της δίνεις φιλιά που και μόνο στην ιδέα καινε το κορμί μου, ανατριχιάζω ολόκληρη. Γι' αυτό παράτα με, κάνε τη ζωή σου και άσε με ησυχη! Φύγε Παντελή!

- Ελπίδα εγώ...

- Παράτα με είπα, του έκανε και πήγε να φύγει αλλά τη στιγμή που απομακρυνόταν το χέρι του ζεστό σαν ήλιος την άρπαξε και της έκανε μια στροφή με προορισμό τα χείλη του. Αυτά ήξεραν καλύτερα το δρόμο, ήξεραν τι να πουν... Τη φίλησε και το φιλί του στην αρχή αν και την τρόμαξε της πρόσφερε εκτός από φόβο, ενθουσιασμό. Ήταν τρυφερός μαζί της και το φιλί του ήταν τόσο αγνό. Της έλεγε τόσα πολλά. Τον αγκάλιασε χωρίς να σταματήσει να τον φιλά και αμέσως πήραν και οι δυο τους θάρρος. Εκείνη γιατί σταμάτησε να τον φοβάται και τον δέχτηκε στην αγκαλιά της και αυτός επειδή κατάλαβε πως ήθελαν και αισθάνονταν το ίδιο. Καθώς κορμιά και χείλη χάθηκαν, η φλόγα που σιγόκαιγε μέσα τους όλο και φούντωνε. Τώρα πια η τρυφερότητα είχε δώσει την σειρά της στο πάθος και στον πόθο. Επιτέλους ελεύθεροι από αυτά που τους βάραιναν χάθηκαν στην χώρα των θαυμάτων, εκεί που όλα είναι πιθανά.
Τα χέρια τώρα ταξίδευαν παντού σαν καράβια έτοιμα για το μεγάλο ταξίδι. Τα χείλη όλο υποσχέσεις. Τα λόγια ήταν όντως περιττά. Άλλωστε τα χείλη ήξεραν να μιλάνε καλύτερα από οποιαδήποτε διάλεκτο και το κυριότερο –έλεγαν μόνο αλήθειες. Αλήθειες που καμία γλώσσα δεν μπορούσε να αποκαλέσει έτσι απροκάλυπτα. Αλήθειες που όσο και αν πλήγωναν και πονούσαν, κάποτε θα φανερώνονταν. Κανένας δεν μπορεί να κρυφτεί από τα θέλω της καρδιάς. Και τα συγκεκριμένα θέλω ήταν τόσο δυνατά και καταπιεσμένα που και οι δυο τους ένιωθαν πως τόσο καιρό ζούσαν σε ένα μπαλόνι συναισθημάτων που ήταν έτοιμο να εκραγεί. Και μόλις άκουσαν το μπουμ! του, λογικό ήταν να τα χάσουν. Η λογική δεν είχε θέση σε τέτοιου είδους εκφράσεις αγάπης.
Με τον ίδιο τρόπο πέρασαν τα λεπτά. Τα κορμιά με περισσότερη ορμή, τα χείλη με μεγαλύτερη δίψα. Στροβιλίζονταν εδώ και εκεί σαν σε ταγκό της βροχής. Τα χέρια του την κόλλησαν στον τοίχο και αυτή με τη σειρά της τον παρέσυρε ακόμα πιο βαθιά στην αγκαλιά της. Στο πιο βαθύ φιλί που είχαν δώσει στην ζωή τους. Και ήξεραν και οι δυο τους ότι αυτό γινόταν επειδή υπήρχε η αγάπη. Μια αγάπη που δεν έδινε δεκάρα στα όχι και στα μη. Για αυτούς εκείνη η στιγμή ήταν σωτήρια. Άλλωστε λένε πως όταν περιμένεις κάτι πολύ καιρό όταν αυτό έρχεται το επιζητάς με κάθε πόρο του κορμιού σου. Έτσι και αυτοί. Αυτό το φιλί ήταν κάτι που το είχαν ονειρευτεί και οι δυο τους. Κάτι που το ζητούσαν και οι δυο τους. Κάτι που το ήθελαν και οι δυο τους. Και τώρα αυτά τα όνειρα είχαν γίνει πραγματικότητα άσχετα αν νόμιζαν ότι ονειρεύονταν. Και εκεί σταμάτησε ο χρόνος...



7 σχόλια:

Leviathan είπε...

einai iperoxo otan stamata o xronos!!! kali evdomada!! kiss! :)

Я верю в Сталина είπε...

Αει να χαθείς! Και στην αρχή σκιάχτηκα ότι θα διαβάσω κανά θανατερό...


χαζό... :)))))))

Ελευθερία είπε...

Leviathan είναι τέλειο αν σταματα ετσι ο χρόνος !!!!!

Ελευθερία είπε...

Συγνώμη marcoulini μου...

Αλλά δεν έχεις να πεις...

Βάσσια είπε...

Τρυφερότητα και καρδιοχτύπια.
(αξέχαστα)

Καλό βράδυ
:-)

Άδικη Κατάρα είπε...

Μου θύμησες εκείνα τα φιλιά του γυμνασίου, τότε που κάθε βλέμμα και χαμόγελο ήταν αρκετό για να χάσει ένα κορίτσι το μυαλό σου για μέρες, βδομάδες, μήνες.

Δεν ντρέπομαι να πω ότι ακόμα το παθαίνω, αν βέβαια παρουσιαστούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. :)

Trioza Urticae είπε...

Μ' αρέσει πολύ ο γλυκός τόνος της ανάρτησης. Αλλά επειδή το έργο το έχω κατ' επανάληψη δει, μπορώ να είμαι λίγουλακι απαισιόδοξη;

Το πιό πιθανό είναι ότι στην επόμενη στάση, ο τύπος αρραβωνιάζεται την άλλη και η μικρή μένει να κλαίει και να αγωνιά με ένα τεστ εγκυμοσύνης ανα χείρας.
Ντάξει, δε λέω. Μπορεί να τελείωνε και θετικά.

Όμως, πραγματικά, ποιός δέχεται να είναι ο τρίτος;

Στον έρωτα δεν υπάρχει κοινοκτημοσύνη... νομίζω